- σύνδηλος
- -ον, Αεντελώς φανερός, ολοφάνερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + δῆλος «φανερός» (πρβλ. κατά-δηλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύνδηλος — quite clear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδηλον — σύνδηλος quite clear masc/fem acc sg σύνδηλος quite clear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδηλα — σύνδηλος quite clear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
ασύνδηλος — ἀσύνδηλος, ον (Α) [σύνδηλος] ο άδηλος … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek